προσαλλοτριούμαι

προσαλλοτριούμαι
-όομαι, Α
αλλοτριώνομαι από κάτι, αποξενώνομαι από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀλλοτριοῦμαι «γίνομαι δυσμενής, αποξενώνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσαλλοτρίωσις — ώσεως, ἡ, Α [προσαλλοτριοῡμαι] 1. αποξένωση, αλλοτρίωση 2. απαλλοτρίωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”